ολόγιομος

ολόγιομος
-η, -ο
ο εντελώς γεμάτος, ο υπερπλήρης: Ολόγιομο φεγγάρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ολόγιομος — η, ο βλ. ολόγεμος …   Dictionary of Greek

  • ολόγεμος — και ολόγιομος, η, ο (Μ ὁλόγομος, ον) (για τη σελήνη) γεμάτη φως, πλησιφαής («ολόγιομο φεγγάρι») νεοελλ. εντελώς γεμάτος, ολογέμιστος, υπερπλήρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + γεμος / γιομος (< γεμίζω / γιομίζω). Ο τ. ὁλόγομος < ὁλ(ο) * + γομος… …   Dictionary of Greek

  • πληροφαής — και πληρηφαής, ές, Α (για το πασχαλινό φεγγάρι) αυτός που λάμπει ολόγιομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης + φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. λευκο φαής, παμ φαής] …   Dictionary of Greek

  • πληρώ — όω, ΝΜΑ, και πληρώνω Ν [πλήρης] νεοελλ. μτφ. φέρνω σε πέρας, εκπληρώνω, ανταποκρίνομαι («το νέο κτήριο πληροί όλους τους όρους υγιεινής») νεοελλ. αρχ. καθιστώ κάτι πλήρες, γεμίζω κάτι εντελώς με κάτι άλλο μσν. μεγαλώνω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς με… …   Dictionary of Greek

  • πλησιφαής — ές, ΝΜΑ 1. (για τη σελήνη) γεμάτος φως, ολόφωτος, ολόγιομος 2. φρ. «πλησιφαής σελήνη» πανσέληνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. πλησ(ι) τού πίμπλημι (πρβλ. αόρ. ἔ πλησ α) + φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. αυξι φαής, λειψι φαής] …   Dictionary of Greek

  • συμπλήρης — ες, Α 1. εντελώς πλήρης, τελείως γεμάτος, ολόγιομος 2. συμπαγής, στερεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλήρης «γεμάτος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”